- αντίπυγος
- ἀντίπυγος, -ον (Α)1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου2. ο απέναντι, ο αντικρινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίπυγος — rump to rump masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπύγου — ἀντίπυγος rump to rump masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπυγα — ἀντίπυγος rump to rump neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)